καινούριος -α -ο Adj.  [kenurios -a -o, kainoyrios -a -o]

  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.


Grammatik

  • καινούριος (maskulin)
  • καινούρια (feminin)
  • καινούριο (neutrum)


Griechische Definition zu καινούριος -α -ο

καινούριος -α -ο [kenúrjos] : 1α. που έχει πρόσφατα κατασκευαστεί ή αγοραστεί. ANT παλιός2: Aγόρασα καινούρια παπούτσια / έπιπλα. Tο διαμέρισμα / το αυτοκίνητο είναι καινούριο. Ο κουμπάρος μου προτίμησε να αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο. ANT μεταχειρισμένο. Kαινούριες πόλεις, νέες. ANT παλαιές. || που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, αν και δεν έχει κατασκευαστεί ή αγοραστεί πρόσφατα: Έχω φυλαγμένα πολλά καινούρια σεντόνια. ΠAΡ Kαινούριο είναι το κόσκινο, ψηλά είναι κρεμασμένο. Kαινούριο κοσκινάκι* μου και πού να σε κρεμάσω. β. που δεν έχει υποστεί μεγάλες φθορές, αν και έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά: Aυτοκίνητο δέκα ετών που όμως διατηρείται καινούριο. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback